Με αφορμή την κοινοποίηση της Α.1008/2020 απόφασης της ΑΑΔΕ, για να γίνει κατανοητή η εφαρμογή των αναφερόμενων σε αυτή μεθόδων έμμεσου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, παραθέτουμε παρακάτω διευκρινίσεις και παραδείγματα με βάση την εμπειρία από αλλοδαπές φορολογικές αρχές που χρησιμοποιούν τις μεθόδους αυτές.
Είναι προφανές ότι η παράθεση αυτή γίνεται για την κατανόηση των μεθόδων, η εφαρμογή και χρήση τους όμως θα γίνει μετά τις ερμηνευτικές εγκυκλίους που αναμένεται να εκδοθούν από την ΑΑΔΕ.
Η μέθοδος της αρχής των αναλογιών:
Η μέθοδος της αρχής των αναλογιών βασίζεται στην εφαρμογή ενός αξιόπιστου μοντέλου σε ένα γνωστό σχήμα βάσης το οποίο μπορεί να καθορίσει τις ακαθάριστες εισπράξεις του φορολογούμενου. Για παράδειγμα, η τελωνειακή δήλωση ενός φορολογουμένου ή το φορολογικό στοιχείο ενός προμηθευτή δείχνει ότι το κόστος μιας μονάδας είναι 100 ευρώ. Εάν ο ελεγκτής έχει αποδείξεις ότι ο φορολογούμενος πωλεί τις μονάδες των αγαθών 175 ευρώ, τότε ο ελεγκτής μπορεί να εφαρμόσει ένα ποσοστό μικτού κέρδους 75% επί του κόστους των αγαθών για τον καθορισμό του ακαθάριστου εισοδήματος. Αντιστρόφως, μπορεί να υιοθετηθεί μια μεθοδολογία υπολογισμού για τον προσδιορισμό του κόστους των πωληθέντων προϊόντων όταν ο αριθμός πωλήσεων είναι ο γνωστός και υπάρχει υποψία ότι η τιμή αγοράς εμφανίζεται μεγαλύτερη από την πραγματική. Αυτές οι μέθοδοι είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στους έμμεσους φορολογικούς ελέγχους όταν είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί η αξία των εισροών ή των αποτελεσμάτων και είναι επίσης πολύτιμη στον έλεγχο των φόρων εισοδήματος, καθώς εστιάζει στην καθιέρωση είτε του αριθμού των πωλήσεων ή των αγορών.
Η εφαρμοσιμότητα της μεθόδου, εξαρτάται φυσικά από την αξιοπιστία των ποσοστών μικτού κέρδους που χρησιμοποιούνται. Βέβαια, χρησιμοποιούνται μέσες τιμές ανά κλάδο, σε κάθε όμως περίπτωση, θα πρέπει να γίνει ανάλυση των φορολογικών αρχείων του ελεγχόμενου, από τα οποία και θα προκύψει το πραγματικό περιθώριο κέρδους. Για παράδειγμα, τα ποσοστά μικτού κέρδους μπορούν να προσδιοριστούν συγκρίνοντας τα τιμολόγια αγοράς με τα τιμολόγια πωλήσεων, αναλύοντας τους τιμοκαταλόγους, εξετάζοντας τα αρχεία απογραφής, τα βιβλία παραγγελιών, τις τιμές των ραφιών και άλλα παρόμοια δεδομένα. Εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο φορολογούμενος εφαρμόζει με συνέπεια το ίδιο περιθώριο κέρδους, ιδίως όσον αφορά τους λιανοπωλητές περιορισμένου φάσματος αγαθών, θα είναι δύσκολο για τον φορολογούμενο να αντικρούσει τους υπολογισμούς με βάση αυτή τη μεθοδολογία.
Παράδειγμα μεθόδου εφαρμογής περιθωρίου κέρδους για τον προσδιορισμό των μικτών εσόδων:
Κόστος Πωλήσεων (συνολικά) | 200.000 |
Αναλυτικά: | |
Κόστος πώλησης μπύρας | 150.000 |
Κόστος πώλησης τροφίμων | 50.000 |
Κόστος επί συνόλου πωλήσεων (% επί της τιμής πώλησης) κατά τη δήλωση της επιχείρησης | 33,33% |
Κόστος επί πώλησης μπύρας (% επί της τιμής πώλησης) «στο ράφι» | 66,66% |
Κόστος επί πώλησης τροφίμων (% επί της τιμής πώλησης) «στο ράφι» | 50% |
Σύνολο πωλήσεων μπύρας (σύμφωνα με ποσοστό βάσει λιανικής πώλησης) (κατά τον έλεγχο) | 150.000 Χ 1,66 =250.000 |
Σύνολο πωλήσεων τροφίμων (σύμφωνα με ποσοστό βάσει λιανικής πώλησης) (κατά τον έλεγχο) | 50.000 Χ 1,50 =75.000 |
Σύνολο πωλήσεων βάσει συντελεστών πωλήσεων επί λιανικής τιμής (κατά τον έλεγχο) | 325.000 |
Σύνολο πωλήσεων βάσει μέσου ποσοστού μικτού κέρδους επί των αγορών κατά τη δήλωση της επιχείρησης | 200,000 Χ 1,33 = 266.000 |
Επιπλέον έσοδα (κατά τον έλεγχο) | (325.000 –266.000) = 59.000 |
Η μέθοδος σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών
Η μέθοδος σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών, προβλέπει τον προσδιορισμό ή τον έλεγχο των ακαθάριστων εισπράξεων με την εφαρμογή τιμών και κερδών στον γνωστό ή προσδιορισμένο όγκο εργασιών που πραγματοποιεί ο φορολογούμενος. Αυτή η μέθοδος είναι εφικτή εφόσον ο ελεγκτής μπορεί να διαπιστώσει τον αριθμό των μονάδων που πουλάει ο φορολογούμενος και γνωρίζει επίσης την τιμή ή το κέρδος που προσδιορίζεται ανά μονάδα. Ο αριθμός των μονάδων ή ο όγκος των εργασιών που πραγματοποιεί ο φορολογούμενος μπορεί να προσδιοριστεί υπό ορισμένες συνθήκες από τα βιβλία του φορολογούμενου, καθώς τα αρχεία μπορεί να είναι επαρκή ως προς τις αγορές ή τα έξοδα, αλλά ανεπαρκή ως προς τις πωλήσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, ο προσδιορισμός των μονάδων ή του όγκου που διακινεί μπορεί να προέρχεται από πηγές τρίτων ή από δευτερεύοντα αρχεία (Συγκεντρωτικές καταστάσεις προμηθευτών).
Χρησιμοποιώντας τεχνικές ανάλυσης και έρευνας και πρόσβαση σε επικουρικά αρχεία, ο ελεγκτής είναι συχνά σε θέση να διαπιστώσει τον αριθμό των μονάδων παραγωγής ή τον όγκο του κύκλου εργασιών, προσδιορίζοντας τις πραγματικές πωλήσεις. Οι αμοιβές εργασίας για εργαζόμενους παραγωγής και ο αριθμός αυτών θα μπορούσε επίσης να δώσει ένα μέτρο (επικουρικά) των παραγόμενων μονάδων. Γενικά, ένα επικουρικό αρχείο, συχνά επιτρέπει μια εύλογα ακριβή εκτίμηση του όγκου των πωλήσεων και η εφαρμογή μιας αξιόπιστης τιμής πώλησης στον όγκο θα παρέχει στον ελεγκτή ένα ακαθάριστο ποσό πωλήσεων. Είναι γνωστό ότι επιχειρήσεις με πολλούς κωδικούς, εφαρμόζουν τη μέθοδο Mark up, με σταθερούς συντελεστές μικρού κέρδους επί μεγάλων ομάδων ομοειδών αγαθών. Φυσικά, εκτός από τη συγκέντρωση πληροφοριών από τα αρχεία του φορολογούμενου, τα στοιχεία σχετικά με τους όγκους που πωλούνται ή αγοράζονται από τον φορολογούμενο μπορούν να ληφθούν από τρίτους.
Η χρήση αυτής της μεθόδου προσφέρεται σε εκείνες τις επιχειρήσεις στις οποίες πωλούν μικρές ποσότητες αγαθών ή υπάρχει μικρή διακύμανση στον τύπο της παρεχόμενης υπηρεσίας. Εάν ο ελεγκτής μπορεί να καθορίσει τον όγκο των εισροών ή των εκροών που διαχειρίζεται ο φορολογούμενος και μπορεί να καθορίσει την τιμή μιας μονάδας ή κέρδους ανά μονάδα, η μέθοδος θα παρέχει μια ορθή εκτίμηση του εισοδήματος του φορολογούμενου χωρίς την πολυπλοκότητα της πλήρους ανασυγκρότησης του οικονομικού φορέα του φορολογούμενου υποθέσεις. Η μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εισπράξεων κατά τον υπολογισμό τόσο των έμμεσων όσο και των άμεσων φορολογικών υποχρεώσεων.
Παράδειγμα μεθόδου σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών:
Μέση τιμή πώλησης ανά προϊόν | 1.000 |
Αριθμός πωληθέντων προϊόντων (μετά τον έλεγχο των ειδών με βάση τις συναλλαγές και την απογραφή) | 920 |
Συνολικός όγκος κύκλου εργασιών (μετά τον έλεγχο) | 920.000 |
Μείον: Πωλήσεις σύμφωνα με τον κατασκευαστή | 800.000 |
Μη δηλωθείσες πωλήσεις | 120.000 |